μόρα

μόρα
(I)
η (Α μόρα)
στρατιωτικό τάγμα από ιππείς και οπλίτες στην αρχαία Σπάρτη στο οποίο κατατάσσονταν όλοι οι στρατεύσιμοι πολίτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μορ-, ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας μερ- τού μείρομαι*].
————————
(II)
η
δυσφορία κατά τη διάρκεια τού ύπνου, εφιάλτης, βραχνάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. mora].
————————
(III)
η
ιταλικό παιχνίδι στο οποίο ο καθένας από τους δύο παίκτες προτάσσει ξαφνικά αριθμό δακτύλων τού ενός χεριού και κερδίζει αυτός που κατορθώνει να απαγγείλει αμέσως τον ακριβή αριθμό τών προτεταμένων δακτύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < morra, ονομ. ιταλ. παιχνιδιού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μόρα — μόρᾱ , μόρα a division fem nom/voc/acc dual μόρᾱ , μόρα a division fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μόρον black mulberry neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόρᾳ — μόραι , μόρα a division fem nom/voc pl μόρᾱͅ , μόρα a division fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μόρα — η βλ. Μόρος …   Dictionary of Greek

  • μόρα — η (λ. ιταλ.), που προκαλεί φόβο και αγωνία, ο εφιάλτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μόρας — μόρᾱς , μόρα a division fem acc pl μόρᾱς , μόρα a division fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόραι — μόρα a division fem nom/voc pl μόρᾱͅ , μόρα a division fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόραν — μόρᾱν , μόρα a division fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορῶν — μόρα a division fem gen pl μορέω make with pain and toil pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόραιν — μόρα a division fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόραις — μόρα a division fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”